- κτυποῦσα
- κτυπέωcrashaor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)κτυπέωcrashpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτυπούσας — κτυπούσᾱς , κτυπέω crash aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) κτυπούσᾱς , κτυπέω crash aor part act fem gen sg (epic doric) κτυπούσᾱς , κτυπέω crash pres part act fem acc pl (attic epic doric) κτυπούσᾱς , κτυπέω crash pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυποδούμαι — μεθυποδοῡμαι, έομαι (Α) φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑποδοῦμαι] … Dictionary of Greek